- μυριόγλωσσος
- μυριόγλωσσος, -ον (Μ)1. αυτός που μιλά πάρα πολλές γλώσσες2. (για τόπο) αυτός στον οποίο μιλιούνται πάρα πολλές γλώσσες.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)-* + -γλωσσος (< γλώσσα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή … Dictionary of Greek